- κομψότητες
- κομψότηςelegancefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek
Βισκόντι, Λουκίνο — (Luchino Visconti de Modrone,Μιλάνο 1906 – Ρώμη 1976). Ιταλός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Άρχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία το 1936 σε θίασο του Μιλάνου. Ύστερα από μερικά χρόνια αφιερωμένα αποκλειστικά στον κινηματογράφο,… … Dictionary of Greek